- χυδαῖα
- χυδαῖοςpoured out in streamsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άξεστο όχλο, αγροίκος, πρόστυχος: Η συμπεριφορά του ήταν χυδαία. 2. φρ., «χυδαία γλώσσα», προέρχεται από τους οπαδούς της καθαρεύουσας και σημαίνει χρήση ακραίας, παρατραβηγμένης δημοτικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
αηδονολαλούσα — η 1. αυτή που έχει γλυκιά φωνή σαν τού αηδονιού («η κιθάρα μου η αηδονολαλούσα») 2. (ειρωνικά) γυναίκα φλύαρη και ψεύτρα ή με γλώσσα χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού αηδονολαλώ σε χρήση επιθέτου] … Dictionary of Greek
αμαξουργός — ο (Α ἁμαξουργός) κατασκευαστής αμαξών, αμαξοποιός αρχ. φρ. «οὐδέν ἐξ ἀμαξουργοῦ λέγει», κατά την έκφραση αμαξουργών, χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ουργός < ἔργον. ΠΑΡ. αμαξουργία νεοελλ. αμαξουργείο] … Dictionary of Greek
απειροκαλία — η (AM ἀπειροκαλία) άγνοια του ωραίου, έλλειψη καλαισθησίας αρχ. 1. (πληθ). ἀπειροκαλίαι χυδαιότητες, προστυχιές 2. φρ. «ἀπειροκαλία περὶ χρήματα» χυδαία ασωτία … Dictionary of Greek
βωμολοχία — η (Α βωμολοχία) [βωμόλόχος] 1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία 2. χυδαία βρισιά αρχ. το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας … Dictionary of Greek
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
καπηλικός — ή, ό (Α καπηλικός, ή, όν) [κάπηλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής 2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη) η καπηλεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν α) προμηθευτές τροφίμων που… … Dictionary of Greek